- πολυκαιρινός
- -ή, -ό, Ν [πολυκαιρία]1. αυτός που διαρκεί πολύ καιρό, μακροχρόνιος2. παλιωμένος («πολυκαιρινό σπίτι»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυκαιρινός — ή, ό 1. για πρόσωπα, ο μεγάλης ηλικίας. 2. για πράγματα, παλιός, αλλ. καποτεσινός: Πολυκαιρινό έπιπλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)